υπέροξυς

From LSJ

Πολλοῖς ὁ Δαίμων, οὐ κατ' εὔνοιαν φέρων, / Μεγάλα δίδωσιν εὐτυχήματ' ... (Euripides) → God brings great good fortune to many, not out of good will,...

Source

Greek Monolingual

-εῖα, -υ, Α ὀξύς
υπερβολικά οξύς, οξύτατος, σφοδρότατος («πυρετοὶ ὑπερόξεες», Ιπποκρ.).