υπεγκλίνω

From LSJ

Ὁπόσον τῷ ποδὶ περρέχει τᾶς γᾶς, τοῦτο χάρις → Every inch of his stature is grace

Theocritus, Idylls, 30.3

Greek Monolingual

Α
στρέφω κάτι λίγο ή βαθμιαία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ἐγκλίνω «κλίνω προς τα μέσα»].