υπεράξιος

From LSJ

Νέος ὢν ἀκούειν τῶν γεραιτέρων θέλε → Audi libenter, ipse adhuc iuvenis, senes → Als junger Mann hör' gerne auf die Älteren

Menander, Monostichoi, 384

Greek Monolingual

-α, -ο / ὑπεράξιος, -ία, -ον, ΝΜ
περισσότερο και από άξιος, πάρα πολύ άξιος για κάτι.