υπερήλιξ

From LSJ

Πενίαν φέρειν οὐ παντός, ἀλλ' ἀνδρὸς σοφοῦ → Perferre inopiam non nisi sapientium est → nicht jeder meistert Armut, nur der weise Mann

Menander, Monostichoi, 463

Greek Monolingual

-ήλικος, ο, η / ὑπερῆλιξ, ὁ, ἡ, ΝΑ
(λόγιος τ.) βλ. υπερήλικος.