υπερήλικος

From LSJ

εὐλογητὸς ὁ Θεὸς ἡμῶν πάντοτε, νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων → blessed is our God always, now and ever, and to the ages of ages

Source

Greek Monolingual

-η, -ο / ὑπερῆλιξ, -ήλικος, ὁ, ἡ, ΝΑ, και λόγιος τ. υπερήλιξ, ο, η, και αρσ. υπερήλικας Ν
ο περασμένης ηλικίας, πολύ ηλικιωμένος, γέρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + -ήλικος / -ῆλιξ (< ἧλιξ, -ικος «συνομήλικος»), πρβλ. ανήλικος, μεσῆλιξ].