στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood
-ές, Απάρα πολύ βαρύς (α. «δαίμων ὑπερβαρής», Αισχύλ.β. «τὰν τύχαν... τὰν ὑπερβάρεα», επιγρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + -βαρής (< βάρος), πρβλ. ἐπιβαρής, καταβαρής].