υπερεκχείλιση

From LSJ

Greek Monolingual

η, Ν
υπέρμετρο ξεχείλισμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υπερ- + εκχείλιση. Η λ., στον λόγιο τ. ὑπερεκχείλισις, μαρτυρείται από το 1869 στον Αν. Γούδα].