υπερθύριον

From LSJ
Pindar, Pythian, 8.95f.

Greek Monolingual

τὸ, Α
το υπέρθυρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + -θύριον (< θύρα), πρβλ. παρα-θύρι(ον)].