υπερικό
From LSJ
Μὴ κρῖν' ὁρῶν τὸ κάλλος, ἀλλὰ τὸν τρόπον → Mores in arbitrando, non faciem vide → Nach dem Charakter, nicht nach Schönheit urteile
Greek Monolingual
το / ὑπερικόν, ΝΑ
νεοελλ.
βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια υπερικίδες ή σταγονοφόρα της τάξης τεώδη και το οποίο περιλαμβάνει 300 περίπου είδη, από τα οποία 25 απαντούν αυτοφυή στην Ελλάδα και μεταξύ αυτών το Hypericum perforatum, κν. γνωστό ως βάλσαμο ή βαλσαμόχορτο και το Hypericum crispum, κν. γνωστό ως αλούθουρος, σκουρδίτσα ή φουκάλι
αρχ.
ο ὑπέρεικος, το φυτὸ ανδρόσαιμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλη γρφ. της λ. ὑπέρεικον (βλ. λ. ὑπέρεικος) με ιωτακισμό του -ει και καταβιβασμό του τόνου, κατ' επίδραση της κατάλ. -ικός].