υπερκαθεύδω

From LSJ

Καλὸν τὸ γηρᾶν καὶ τὸ μὴ γηρᾶν πάλιν → Res pulchra senium, pulchra non senescere → Schön ist das Altsein, doch nicht alt sein wieder auch

Menander, Monostichoi, 283

Greek Monolingual

Α
κοιμάμαι για χάρη άλλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + καθεύδω «κοιμάμαι»].