υπερτέλειος
From LSJ
στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood
Greek Monolingual
-α, -ο / ὑπερτέλειος, -εία, -ον, ΝΜΑ τέλειος
(κυρίως για τον Θεό) αυτός που υπερβαίνει κάθε τελειότητα, απόλυτα τέλειος
νεοελλ.
1. μτφ. ιδανικός, ιδεώδης
2. το ουδ. ως ουσ. το υπερτέλειο
η απόλυτη τελειότητα
αρχ.
1. (για αριθμό) ὑπερτελής
2. το ουδ. ως ουσ. καθένα από τα πρόσωπα της Αγίας Τριάδας.