τελειότητα

From LSJ

πολλοὶ γάρ εἰσιν κλητοὶ ὀλίγοι δὲ ἐκλεκτοί → many are called, but few are chosen

Source

Greek Monolingual

η / τελειότης, -ότητος, ΝΜΑ, και τελεότης Α τέλειος
η ιδιότητα του τέλειου, η εντέλεια, η πληρότητα.