τελειότητα
Ὁ κόσμος σκηνή, ὁ βίος πάροδος· ἦλθες, εἶδες, ἀπῆλθες -> The world is a stage, life is a performance, you came, you saw, you departed
Democritus, fr. 115 D-KGreek Monolingual
η / τελειότης, -ότητος, ΝΜΑ, και τελεότης Α τέλειος
η ιδιότητα του τέλειου, η εντέλεια, η πληρότητα.
- Αναζήτηση σε: Google | Τριανταφυλλίδη | Βικιπαίδεια | Βικιλεξικό | slang.gr | Κάτο