υπηρέμα

From LSJ

Οὐκ ἔστιν εὑρεῖν βίον ἄλυπον οὐδενός → Vacuam invenire non datur vitam malis → Kein Leben lässt sich finden frei von jedem Leid

Menander, Monostichoi, 419

Greek Monolingual

Α
επίρρ. ήρεμα, ήσυχα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ἠρέμα «ήσυχα, γλυκά»].