υποβρέχω

From LSJ

εἰργόμενον θανάτου καὶ τοῦ ἀνάπηρον ποιῆσαι → excluding death and maiming, short of death or maiming

Source

Greek Monolingual

Α
1. (για μέθυσο) πίνω λιγάκι, κουτσοπίνω («τὸ λοιπόν τῆς ἡμέρας ὑποβρέχει», Άλεξ.)
2. (η μτχ. παθ. παρακμ.) ὑποβεβρεγμένος, -η, -ον
ελαφρά μεθυσμένος.