υποκάτω

From LSJ

ἢν εὑρίσκῃ πλέω τε καὶ μέζω τὰ ἀδικήματα ἐόντα τῶν ὑπουργημάτων, οὕτω τῷ θυμῷ χρᾶται → it happens that the crimes are greater and more numerous than the services, when one gives way to anger

Source

Greek Monolingual

ὑποκάτω ΝΜΑ
κάτω από («ὑποκάτω τῆς κλίνης», ΚΔ)
αρχ.
(λογ.) (με άρθρ.) ο κατώτερος («τὰ ὑποκάτω γένη», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + κάτω.