υποκίτρινος

From LSJ

Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei

Menander, Monostichoi, 197

Greek Monolingual

-η, -ο, Ν
λίγο κίτρινος, κιτρινωπός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο)- + κίτρινος. Η λ. μαρτυρείται από το 1807 στον Θ. Ηλιάδη].