υποκρούω

From LSJ

Κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίως → Death is better than a life of misery → Satius mori quam calamitose vivere → Der Tod ist besser als ein Leben in der Not

Menander, Monostichoi, 296

Greek Monolingual

ὑποκρούω ΝΑ κρούω
κρούω ελαφρά τις χορδές μουσικού οργάνου για συνοδεία τραγουδιού ή απαγγελίας
αρχ.
1. χτυπώ ελαφρά
2. μτφ. α) (με αιτ.) διακόπτωὑποκρούω τοὺς ῥήτορας
τὸ μεταξύ λεγόντων αὐτῶν ἀντιφθεγγόμενον ἐμποδίζειν», Ησύχ.)
β) (ειδικά) διακόπτω κάποιον που μιλά και παίρνω τον λόγο
γ) συνουσιάζομαι
3. μέσ. ὑποκρούομαι
επιτίθεμαι.