υπομισθωτής
From LSJ
Ἔργων πονηρῶν χεῖρ' ἐλευθέραν ἔχε → Mali facinoris liberam serva manum → Von schlechten Taten halte deine Hände frei
Greek Monolingual
ο / ὑπομισθωτής, ΝΑ, θηλ. υπομισθώτρια Ν
υπεκμισθωτής, υπενοικιαστής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + μισθωτής (< μισθῶ)].