υπομνηματογράφος

Greek Monolingual

ο / ὑπομνηματογράφος, ΝΜΑ
νεοελλ.
υπομνηματιστής, σχολιαστής
νεοελλ.-μσν.
1. (στο Βυζ.) αξιωματούχος σε διάφορες υπηρεσίες της Κωνσταντινούπολης και τών επαρχιών, που είχε ως καθήκον να εκτελεί τη γραφική εργασία τών υπηρεσιών αυτών αλλά και την προσωπική άλλων ανωτέρων του οι οποίοι ήταν επικεφαλής αυτών τών υπηρεσιών
2. εκκλ. α) αξίωμα-οφίκιο κληρικού του οποίου ο κάτοχος, κατά τη βυζαντινή εποχή, ως βοηθός του πατριάρχη ή του επισκόπου, τον συνόδευε, κατέγραφε τις συζητήσεις και κρατούσε πρακτικά
β) οφίκιο που χορηγείται από τον Οικουμενικό Πατριάρχη σε εκκλησιαστικά πρόσωπα και σε λαϊκούς που διακρίνονται για την προσφορά τους στην Εκκλησία και στο κοινωνικό σύνολο
αρχ.
1. (στην Αίγυπτο, στην Αλεξάνδρεια και στην Πάφο) τίτλος ανώτερου δημόσιου άρχοντα και, ειδικότερα στην Αίγυπτο, πρακτικογράφος του βασιλιά, ένα από τα πιο υψηλά αξιώματα της εποχής
2. στον πληθ. oἱ ὑπομνηματογράφοι
συγγραφείς απομνημονευμάτων ή ιστορικοί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπόμνημα, -ατος + -γρά-φος].