υπορύσσω

From LSJ

πάντες γὰρ οἱ λαβόντες μάχαιραν ἐν μαχαίρῃ ἀπολοῦνται → all they that take the sword shall perish with the sword

Source

Greek Monolingual

ὑπορύσσω ΝΜΑ, και αττ. τ. ὑπορύττω Α
υποσκάπτω
αρχ.
φρ. «ύπορύττω τὰ ἀπόρρητα» — προδίδω, κοινολογώ τα μυστικά (Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ὀρύσσω «σκάβω»].