υποσπείρω

From LSJ

Ὅτ' εὐτυχεῖς, μάλιστα μὴ φρόνει μέγα → Minus insolesce, quo magis res prosperae → Wenn du im Glück bist, brüste dich am wenigsten

Menander, Monostichoi, 432

Greek Monolingual

Α σπείρω
1. μτφ. διασπείρω κρυφά («τῶν λόγων τοῦ Πλάτωνος ἔστιν οὕστινας ὑποσπείροντος», Πλούτ.)
2. παθ. ὑποσπείρομαι
(για την γη) σπέρνομαι κάτω από τα δέντρα.