υπόδιψος

From LSJ

ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship

Source

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
ο λίγο διψασμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + -διψος (< δίψα), πρβλ. ὑπέρ-διψος].