υπόζωσμα
From LSJ
Οὐκ ἔστιν αἰσχρὸν ἀγνοοῦντα μανθάνειν → Non est inhonestum ea, quae nescis, discere → nicht schändlich ist's, dass einer lernt, was er nicht weiß
Greek Monolingual
τὸ, Α ὑποζώννυμι
1. ναυτ. το υπόζωμα
2. στον πληθ. τὰ ὑποζώσματα
τα εσώρουχα.