ελλιπής
From LSJ
Ἡ βουλὴ καὶ ὁ δῆμος ἐτίμησεν... → The Council and the People honored... (inscription in the Roman city of Aizonai)
Greek Monolingual
-ές (AM ἐλλιπής, -ές)
1. αυτός που παρουσιάζει ελλείψεις («ελλιπής μερίδα», «ελλιπής φοίτηση»)
2. φρ. «ελλιπή ρήματα» — τα ελλειπτικά
νεοελλ.
φρ.
1. «ελλιπής αριθμός» — ο αριθμός του οποίου το άθροισμα τών διαιρετών είναι μικρότερο από τον αριθμό
2. «ελλιπές μέτρο» — το πρώτο μέτρο μουσικού κομματιού από το οποίο λείπουν ένα ή περισσότερα μέρη
αρχ.-μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐλλιπές
η έλλειψη, η ατέλεια
αρχ.
1. αυτός που παραλείπει ή αφήνει κάτι
2. εκείνος που παρουσιάζει έλλειψη ή ανεπάρκεια σε κάτι («ἐλλιπής προθυμίας», «ἐλλιπὴς ἔν τινι»)
3. αμελής, αδιάφορος για κάτι.