υπόπτερος
From LSJ
Ὑγίεια καὶ νοῦς ἀγαθὰ τῷ βίῳ δύο (πέλει) → Vitae bona duo, sanitas, prudentia → Zwei Lebensgüter sind Gesundheit und Verstand
Greek Monolingual
-η, -ο / ὑπόπτερος, -ον, ΝΑ
νεοελλ.
μτφ. αυτός που είναι ελαφρός και ευκίνητος σαν να έχει φτερά
αρχ.
1. αυτός που έχει φτερά ή πτερύγια, φτερωτός («τὰς ὑποπτέρους βάλλον πελειάς», Σοφ.)
2. παροιμ. φρ. «ὑπόπτερος ὁ πλοῦτος» — λέγεται για να δηλώσει ότι τα πλούτη εξαφανίζονται γρήγορα, σαν να έχουν φτερά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + -πτερος (< πτερόν), πρβλ. περί-πτερος].