υπότιτλος
From LSJ
Greek Monolingual
ο / ὑπότιτλος, ΝΜ, και παλ. τ. υπότιτλο, το, Ν
νεοελλ.
1. δευτερεύων τίτλος βιβλίου, δημοσιογραφικού ή άλλου κειμένου ή εντύπου κάτω από τον κύριο, γενικότερο τίτλο
2. στον πληθ. οι υπότιτλοι
το κείμενο που αποδίδει τους διαλόγους ξενόφωνης κινηματογραφικής ταινίας
μσν.
υποδιαίρεση κειμένου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο)- + τίτλος.