υψηλόλοφος

From LSJ

Ὅμηρον ἐξ Ὁμήρου σαφηνίζεινexplain Homer from Homer, explain Homer with Homer

Source

Greek Monolingual

-ον, Α
ὑψίλοφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑψηλός + λόφος.