υψηλότατος
From LSJ
Ὅστις γὰρ ἐν πολλοῖσιν ὡς ἐγὼ κακοῖς ζῇ, πῶς ὅδ᾽ Οὐχὶ κατθανὼν κέρδος φέρει; → For one who lives amidst such evils as I do, how could it not be best to die?
Ὅστις γὰρ ἐν πολλοῖσιν ὡς ἐγὼ κακοῖς ζῇ, πῶς ὅδ᾽ Οὐχὶ κατθανὼν κέρδος φέρει; → For one who lives amidst such evils as I do, how could it not be best to die?
-η, -ο / ὑψηλότατος, -άτη, -ον, ΝΜΑ, και ὑψηλέστατος Α ὑψηλός
(υπερθ. του υψηλός) πάρα πολύ ψηλός
νεοελλ.
το αρσ. και θηλ. ως ουσ. (στο παρελθόν) ο Υψηλότατος και η Υψηλοτάτη
προσφώνηση πριγκίπων και ειδικά διαδόχων.