υψόροφος

From LSJ

μαλακίζομαι πρὸς τὸν θάνατον → meet death like a weakling

Source

Greek Monolingual

και ὑψώροφος, -ον, Α
αυτός που έχει ψηλή οροφή («ὁ δ' ὑψόροφον θάλαμον κατεβήσετο», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + -όροφος (< ὀροφή)].