υἱοκτόνος

From LSJ

Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art

Menander, Monostichoi, 336

Greek (Liddell-Scott)

υἱοκτόνος: -ον, ὁ τὸν ἑαυτοῦ υἱὸν ἀποκτείνας, Ρήτορες (Walz) τ. 3, σ. 675.