φαγοκυττάρωση

From LSJ

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97

Greek Monolingual

ή φαγοκύτωση, η, Ν
βιολ. η ιδιότητα ορισμένων κυττάρων ή πρωτοζώων να εγκολπώνουν και να πέπτουν άλλα κύτταρα ή σωματίδια, η οποία είναι επίσης γνωστή ως κυτταροφαγία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φαγοκύτταρο + κατάλ. -ωση].