φαλίρω

From LSJ

θανάτου τῆς ζημίας ἐπικειμένης → the penalty is death

Source

Greek Monolingual

Ν
πτωχεύω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. fallire «καταστρέφομαι, αποτυγχάνω»].