φανδόν

From LSJ

φύσει γὰρ ἄνθρωπος ὃ βούλεται, τοῦτο καί οἴεται → it's human nature: what you want, you believe

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φανδόν Medium diacritics: φανδόν Low diacritics: φανδόν Capitals: ΦΑΝΔΟΝ
Transliteration A: phandón Transliteration B: phandon Transliteration C: fandon Beta Code: fando/n

English (LSJ)

Adv. openly, Hdn.Gr.1.509.

Greek Monolingual

Α
επίρρ. απροκάλυπτα, φανερά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ. έχει σχηματιστεί κατ' απόσπαση από τα ἀνα-φανδόν, ἐξανα-φανδόν (< θ. φαν- του φαίνω + επιρρμ. κατάλ. -δόν), πρβλ. σχεδόν].