φανείς

From LSJ

ἡ τῶν θεῶν ὑπ' ἀνθρώπων παραγωγήdeceit of gods by humans

Source

French (Bailly abrégé)

εῖσα, έν;
part. ao.2 Pass. de φαίνω.

Greek Monotonic

φᾰνείς: μτχ. Παθ. αορ. βʹ του φαίνω.