φασκία
English (LSJ)
ἡ, = Lat. fascia, bandage, strip, Sor.1.56, Poll.2.166, Dura4 93 (iii A.D.), Edict.Diocl.28.37 (φασκίνια Geronthr.),38, BGU814.10 (iii A. D.):—hence φασκιόω, bind with bandages, Dsc.Eup.2.69 (v.l.), Cyran.55.
Greek (Liddell-Scott)
φασκία: ἡ, τὸ Λατ. fascia, κοινῶς «φασκιά», «τὴν ζώνην ἣν οἱ Ρωμαῖοι φασκίαν καλοῦσι» Πολυδ. Β΄, 166· «ταινία, κοινότερον δὲ εἰπεῖν φασκία» Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ.· ὑποκορ. φασκίδιον, τό, Βυζ.
Greek Monolingual
ἡ, ΜΑ
βλ. φασκιά.