φασκιά

From LSJ

Ἡ δ' ἐμὴ ψυχὴ πάλαι τέθνηκεν, ὥστε τοῖς θανοῦσιν ὠφελεῖν → My soul died long ago so that I could give some help to the dead

Sophocles, Antigone, 559-60

Greek Monolingual

η / φασκία, ΝΜΑ
πλατιά λωρίδα από ύφασμα με την οποία τυλίγουν τα βρέφη, σπάργανο
νεοελλ.
ναυτ. μορφή περιλαβείου τών πλοίων, που χρησιμοποιείται για τη φόρτωση ή την εκφόρτωση ζώων και σάκων
αρχ.
1. (κατά τον Πολυδ.) «τὴν ζώνην ἣν Ῥωμαῖοι φασκίαν καλοῦσιν»
2. (γενικά) ταινία, λωρίδα από ύφασμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. fascia «ταινία, σπάργανο»].