φασματογράφος
From LSJ
τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς, οἷον ἄνθρωπος, βοῦς, τρέχει, νικᾷ → and the simple forms of speech, for example: 'man', 'ox', 'runs', 'wins'
Greek Monolingual
ο, Ν
1. συσκευή εφοδιασμένη με σύστημα ανάλυσης αλλά και με δέκτη που δέχεται και καταγράφει υπό μορφή ειδώλου το σύνολο τών αναλυόμενων ακτινοβολιών
2. φρ. α) «μαγνητικός φασματογράφος» — ηλεκτρονική συσκευή που βασίζεται στην επίδραση σταθερού μαγνητικού πεδίου στις ηλεκτρονικές τροχιές και η οποία χρησιμοποιείται για τον διαχωρισμό τών ηλεκτρονίων διαφορετικών ταχυτήτων
β) «φασματογράφος μάζας» — το φασματόμετρο μάζας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. spectrograph < spectro- (< λατ. spectrum «φάσμα») + -graph (< -γράφος)].