φατνώνω

From LSJ

Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile

Menander, Monostichoi, 259

Greek Monolingual

φατνῶ, -όω, ΝΜΑ φάτνη
στεγάζω με φατνωτή οροφή
νεοελλ.
κατασκευάζω φατνώματα.