φεγγοβολώ
From LSJ
Ἡ μωρία δίδωσιν ἀνθρώποις κακά → Inepta mens hominibus impertit mala → Die Torheit gibt den Menschen Unglück zum Geschenk
Greek Monolingual
φεγγοβολῶ, -έω, ΝΜΑ, και φεγγοβολώ, -άω, Ν φεγγοβόλος
εκπέμπω φως, λάμπω, ακτινοβολώ («φεγγοβολώντας / η αναλαμπή του φεγγαριού κοντά της», Σολωμ.).