φεγγοβολώ

From LSJ

μωρία δίδωσιν ἀνθρώποις κακά → Inepta mens hominibus impertit mala → Die Torheit gibt den Menschen Unglück zum Geschenk

Menander, Monostichoi, 224

Greek Monolingual

φεγγοβολῶ, -έω, ΝΜΑ, και φεγγοβολώ, -άω, Ν φεγγοβόλος
εκπέμπω φως, λάμπω, ακτινοβολώ («φεγγοβολώντας / η αναλαμπή του φεγγαριού κοντά της», Σολωμ.).