φεγγοβολώ

From LSJ

Greek Monolingual

φεγγοβολῶ, -έω, ΝΜΑ, και φεγγοβολώ, -άω, Ν φεγγοβόλος
εκπέμπω φως, λάμπω, ακτινοβολώ («φεγγοβολώντας / η αναλαμπή του φεγγαριού κοντά της», Σολωμ.).