φερέμεν

From LSJ

μὴ εἴπῃς ὠς οὐκ ἔστι Ζεύς → don't say that there is no Zeus

Source

French (Bailly abrégé)

inf. prés. épq. de φέρω.

Greek Monotonic

φερέμεν: Επικ. αντί φέρειν, απαρ. του φέρω.

Russian (Dvoretsky)

φερέμεν: эп. inf. praes. к φέρω.