φερεμμελίης
English (LSJ)
φερεμμελίου, ὁ, poet. for Φερεμελίας, spear-bearing, φώς Mimn. 14.4.
German (Pape)
[Seite 1261] ὁ, poet. statt φερεμελίας, der Speerträger, Mimn. 11, 4.
Greek (Liddell-Scott)
φερεμμελίης: -ου, ὁ, ποιητ. ἀντὶ φερεμελίας, ὁ φέρων δόρυ, φὼς Μίμνερμ. 13. 4.
Greek Monolingual
ὁ, Α
(ποιητ. τ.) οπλισμένος με δόρυ, δορυφόρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φέρω (για τη μορφή του α' συνθετικού βλ. λ. φέρω) + -μμελίης (< μελία «δόρυ»), πρβλ. εὐ-μμελίης. Για το διπλό -μ- τών τ. αυτών βλ. λ. μελία.