φθάρσις

From LSJ

ἔγνω δὲ φώρ τε φῶρα καὶ λύκος λύκον → the thief knows the thief and the wolf knows the wolf, and thief knows thief and wolf his fellow wolf, set a thief to catch a thief

Source

Greek (Liddell-Scott)

φθάρσις: -εως, ἡ, φθροά, Μιχ. Ψελλ. παρὰ A. J. H. Vincent Notices des Manuscr. τ. 16, μέρ. 2, σ. 340. 10.

Greek Monolingual

-άσεως, ἡ, Μ
φθορά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φθαρ- της συνεσταλμένης βαθμίδας του ρ. φθείρω + κατάλ. -σις].