φθήσομαι

From LSJ

ἐκτέμνεσθαί τινας φιλανθρωπίᾳ → disarm and deceive by kindness

Source

French (Bailly abrégé)

fut. de φθάνω.

Greek Monotonic

φθήσομαι: Μέσ. μέλ. του φθάνω.

Russian (Dvoretsky)

φθήσομαι: fut. к φθάνω.