φθήσομαι

From LSJ

Ὑγίεια καὶ νοῦς ἀγαθὰ τῷ βίῳ δύο (πέλει) → Vitae bona duo, sanitas, prudentiaZwei Lebensgüter sind Gesundheit und Verstand

Menander, Monostichoi, 519

French (Bailly abrégé)

fut. de φθάνω.

Greek Monotonic

φθήσομαι: Μέσ. μέλ. του φθάνω.

Russian (Dvoretsky)

φθήσομαι: fut. к φθάνω.