φιλοδεσπότης
From LSJ
Αὐτάρκης ἔσῃ, ἂν μάθῃς τί τὸ καλὸν κἀγαθόν ἐστι → You will be contented with your lot if you learn what the honourable and good is
German (Pape)
[Seite 1279] ὁ, = Folgdm, Titel einer Comödie des Timostratus, B. A. 80, 12.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλοδεσπότης: -ου, = φιλοδέσποτος, ὄνομα κωμῳδιῶν τοῦ Τιμοστρ. καὶ Θεογνήτου.
Greek Monolingual
ὁ, Α
(ως τίτλος κωμωδιών του Τιμοστράτου και του Θεογνήτου) φιλοδέσποτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + δεσπότης.