φιλοκακούργος

From LSJ

ἐπὶ τῷ μὴ κοινωνικῶς χρῆσθαι τοῖς εὐτυχήμασι → for not having used their success in a spirit of partnership

Source

Greek Monolingual

-ον, Α
(ως επίθ. και ως ουσ.) αυτός που διαπράττει κακό με ευχαρίστηση.
επίρρ...
φιλοκακούργως Α
με αγάπη προς το έγκλημα, το κακούργημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + κακοῦργος.