φιλώτερος

From LSJ

ἀνάγκᾳ δ' οὐδὲ θεοὶ μάχονται → but not even gods fight necessity (Simonides, fr. 37.1.29)

Source

Greek Monolingual

-ον, Α
(συγκριτ.) φίλτερος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φίλος + κατάλ. -τερος του συγκριτικού βαθμού. Το -ω- του τ. για μετρικούς λόγους προς αποφυγήν τών αλλεπάλληλων βραχειών συλλαβών].