φλεβίτσα

From LSJ

Χαίρειν ἐπ' αἰσχροῖς οὐδέποτε χρὴ πράγμασιν → Non decet in rebus esse laetum turpibus → In schlimmer Not ist Freude niemals angebracht

Menander, Monostichoi, 544

Greek Monolingual

η, Ν φλέβα
1. (υποκορ. τ.) μικρή βλέβα, φλεβί
2. μτφ. καθεμιά από τις ίνες της ρίζας φυτού.