ἔτλην δ' οἷ' οὔ πώ τις ἐπιχθόνιος βροτὸς ἄλλος → I have endured as much as no other mortal
το / φλεβίον, ΝΜΑ φλέψ, φλεβός](υποκορ. τ.) μικρή φλέβα, φλεβίτσανεοελλ.ραβδωτή απόχρωσηαρχ.μτφ. υπόγειο ρείθρο («ἐξ... ὑπονόμων τινῶν φλεβίων συνθλίβεσθαι τὴν πρὸς τῇ ρίζῃ τοῦ ὄρους κρήνην», Στράβ.).