εὖ γ᾽ εὖ γε ποιήσαντες ὦ Διοσκόρω → well done, well done, you twin Dioscuri!
ο, Ν1. φτωχός2. καημένος, δύστυχος, ταλαίπωρος.[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. fukara].