φουκαράς
From LSJ
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
Greek Monolingual
ο, Ν
1. φτωχός
2. καημένος, δύστυχος, ταλαίπωρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. fukara].