φουκαράς

From LSJ

διὰ τί αἱ μεγάλαι ὑπερβολαὶ νοσώδεις → why are great excesses disease-producing

Source

Greek Monolingual

ο, Ν
1. φτωχός
2. καημένος, δύστυχος, ταλαίπωρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. fukara].