φουκαράς

From LSJ

εὖ γ᾽ εὖ γε ποιήσαντες ὦ Διοσκόρω → well done, well done, you twin Dioscuri!

Source

Greek Monolingual

ο, Ν
1. φτωχός
2. καημένος, δύστυχος, ταλαίπωρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. fukara].