φουλβίνον

From LSJ

θάνατος λοῖσθος ἰατρὸς νόσων → death is the last healer of sicknesses

Source

Greek Monolingual

και φουλβίν, τὸ, Μ
προσκέφαλο, μαξιλάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. pulvinus «προσκέφαλο»].